- καμηλάρης
- ο (AM καμηλάριος, Μ και καμηλάρης)οδηγός καμήλας, καμηλιέρης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -άρης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμηλιέρης — και γκαμηλιέρης, ο, θηλ. καμηλιέρισσα οδηγός καμήλας, καμηλάρης, καμηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + ιέρης*] … Dictionary of Greek
καμηλιέρης — ο θηλ. ισσα και καμηλάρης, ο θηλ. ισσα ο οδηγός μιας καμήλας ή πολλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)